- Τιριδάτῃ
- Τιριδάτηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη,… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Αρτάβανος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Υστάσπιδα και αδελφός του Δαρείου Α’. Κυβέρνησε την Περσία κατά την απουσία του Δαρείου στην Ελλάδα. 2. Υρκανός στρατιωτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν αρχηγός των… … Dictionary of Greek
Ζηνοβία — I (3ος αι. μ.Χ.). Βασίλισσα της Παλμύρας (267 273 μ.Χ.). Η Ζ., που ισχυριζόταν ότι η Σεμίραμις ανήκε στην οικογένειά της, όπως επίσης και η Κλεοπάτρα, ήταν μάλλον ιουδαϊκής καταγωγής. Όμορφη, μελαχρινή, με σπινθηροβόλο πνεύμα, υπήρξε μία από τις… … Dictionary of Greek